αρχομανία

αρχομανία
η
η μανία να έχει κανείς κάποιο αξίωμα: Η αρχομανία αυτού του ανθρώπου δεν έχει όρια.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αρχομανία — η το υπέρμετρο πάθος κατάκτησης της αρχής ή της εξουσίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχο * + μανία < μαίνομαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1865 στον Ι. Περβάνογλου] …   Dictionary of Greek

  • αρχο- — (AM ἀρχο ). [ΕΤΥΜΟΛ. < άρχω. Ο τ. χρησιμεύει ως α συνθετικό σε μικρό σχετικά αριθμό λέξεων της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, των οποίων το β συνθετικό αρχίζει από σύμφωνο, και δηλώνει είτε την έννοια της πρώτης αρχής, του… …   Dictionary of Greek

  • φιλοπρωτεία — και δ. γρφ. φιλοπρωτία, η, ΝΜΑ [φιλοπρωτεύω] 1. το να επιδιώκει κανείς τα πρωτεία, το να επιδιώκει κανείς να είναι πάντοτε πρώτος 2. (κατ επέκτ.) φιλαρχία, αρχομανία …   Dictionary of Greek

  • φιλαρχία — η η αγάπη της εξουσίας, η ζωηρή επιθυμία του ατόμου να έχει εξουσία στα χέρια του, η αρχομανία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φιλοπρωτία — η το να είναι κανείς φιλόπρωτος (βλ. λ.), η ροπή του φιλόπρωτου, η αρχομανία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”